ἁρπάξων

ἁρπάξων
ἁρπάζω
snatch away
fut part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πτώξ — ωκός, ὁ, ἡ, και ποιητ. τ. πτάξ, ακός, Α 1. (ως επίθ. τού λαγού) αυτός που μαζεύεται από τον φόβο («ἁρπάξων ἤ ἄρν΄ ἀμαλὴν ἤ πτῶκα λαγωόν», Ομ. Ιλ.) 2. ως ουσ. ο λαγός («καὶ πτῶκας βάλλει καὶ θηρία πάντα διώκει», Θεοκρ.) 3. δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”